Εισήγηση του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού-Πυρήνα Εμπρακτης Αναρχικής Αλληλεγγύης στην εκδήλωση ABC FESTIVAL VIENNA που πραγματοποιήθηκε 20 – 23 Απριλίου 2017
Η μακρά χρονική περίοδος συγκρούσεων και αψιμαχιών με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, καθώς και η ιστορική βαρύτητα που κουβαλά η περιοχή των Εξαρχείων και κυρίως το Πολυτεχνείο, ιδιαίτερα κατά την χρονική περίοδο της εξέγερσης εναντίων της στρατιωτικής χούντας και της επακόλουθης περιόδου της μεταπολίτευσης, εύλογα δημιούργησε έναν αστικό μύθο γύρω από την εν λόγω περιοχή. Ένα φαντασιοκόπημα γύρω από την κουλτούρα που αυτή εγκολπώνει. Συχνά προσδιορίζεται ως “άνομη ζώνη” ή “άβατο” για τους κρατικούς μηχανισμούς .
Όλα αυτά είναι νοητικά άλματα που στηρίζονται πάνω σε σαθρές βάσεις ενός φαντάσματος που πλανάται ή ακόμα και κατασκευάζεται από το ίδιο το κράτος προκειμένου να δομεί μια πολύ περιορισμένη οφθαλμαπατική όαση, αυτοεγκλωβισμένη σε μια καλά ελεγχόμενη, στην πραγματικότητα, από το κράτος περιοχή. Η παρουσία του κράτους δεν είναι ανεπαίσθητη όπως κάποιοι μπορεί να νομίζουν. Απεναντίας η περιοχή είναι διαρκώς περικυκλωμένη από ορδές ματατζήδων, ενώ οι ασφαλίτες είναι η αόρατη ατραξιόν της περιοχής, οι πανταχού παρόντες. Όμως δεν είναι ψέμα ότι τα Εξάρχεια έχουν ενσωματώσει μια φιλικά προσκείμενη κουλτούρα προς τα αναρχικά ιδανικά και την αναρχική υποκουλτούρα και σε αυτό έχουν συνεισφέρει το καταληψιακό κίνημα με πολιτικές καταλήψεις, ενώ την τελευταία χρονική περίοδο έχουν ανοίξει πολλές καταλήψεις προσφύγων και μεταναστών. Φυσικά εμείς εκμεταλλευόμαστε τις ευνοϊκές συνθήκες της περιοχής για να διευρύνουμε τα ρήγματα στα θεμέλια της κρατικής μηχανής και να εγκαθιδρύσουμε τις απαραίτητες συνθήκες για την διάχυση των αναρχικών ιδεών και πρακτικών. Ο αυτοεγκλωβισμός όμως και η δημιουργία ιερατείων εγκυμονούν εξαιρετικούς κινδύνους για την ίδια την συνέχιση του αναρχικού αγώνα. Επίσης ο αυτοεγκλωβισμός σε μια περιοχή και ιδιαίτερα σε αυτή των Εξαρχείων, προϋποθέτει την απώλεια της προνομιακής πρακτικής που διέθεταν οι αναρχικοί στο παρελθόν προκειμένου να αποτελούν “την αόρατη απειλή από την οποία κανείς δεν μπορεί να διαφυλαχθεί ή να εντοπίσει”. “Ο εχθρός με τα χίλια πρόσωπα” χάνεται μπροστά στο φως της δημόσιας σφαίρας. Η διεκδίκηση μιας θέσης στην σφαίρα αυτή συνεπάγεται και την ταυτόχρονη χαρτογράφηση των ατόμων αυτών από την κρατική μηχανή. Συνεπώς οι εικόνες του “άβατου” και της “εξεγερμένης κομμούνας” αποτελούν το φτηνό περιτύλιγμα που καλύπτει την σαπίλα του αυτοεγκλωβισμού, του αλληλοσπαραγμού που επιφέρουν οι μικροπολιτικές και του lifestyle της αναρχικής υποκουλτούρας που πωλείται σε τιμή ευκαιρίας σε επίδοξους εναλλακτικούς καταναλωτές, σε αυτή την τόσο περιβόητη γειτονιά, ορόσημο για την δραστηριοποίηση του αναρχικού “χώρου” ή, όπως κάποιοι προτιμούν να αποκαλούν, του αναρχικού “κινήματος”.
Όμως η επιλογή της φράσεως αναρχικό κίνημα, ως προσδιορισμός του μωσαϊκού που συμπεριλαμβάνει τις τυπικές και άτυπες ομαδοποιήσεις, τα υποκείμενα που τις συνθέτουν ή τις ατομικότητες που ζουν και πράττουν εντός των πλαισίων της οποιασδήποτε αναρχικής θεώρησης και πρακτικής, καταλήγει να προσδιορίζει περισσότερο μια γενίκευση χάριν του φαντασιακού ανθρώπων που ονειρεύονται την λεγόμενη “μεγάλη νύχτα”, παρά κάποια ενότητα ή έστω συμμαχία σε βάση στοχοθεσίας, θεώρησης και πρακτικής. Η αλήθεια είναι ότι απέχουμε πάρα πολύ από το να μπορούμε να αυτοαποκληθούμε κίνημα χωρίς αυτό να αποτελεί μια αυθαίρετη γενίκευση. Αυτό είναι αρκετά λογικό να συμβαίνει, καθώς κατά την εξελικτική της πορεία, η αναρχική θεώρηση κατάφερε να μην λιμνάσει σε παρωχημένες, δογματικές και μονολιθικές θεωρήσεις προηγούμενων αιώνων αλλά να εξελίσσεται διαρκώς σε λόγο και πράξη εγκολπώνοντας αναπόφευκτα τάσεις που συνεπάγονται διασπάσεις, τόσο σε επίπεδο θεώρησης όσο και σε επίπεδο πρακτικής και μέσων. Δίχως να θεωρούμε αυτές τις διασπάσεις αθέμιτες και επιβλαβείς, καθώς αυτές είναι που διευρύνουν τον ορίζοντα των αντιλήψεων και της πολυδιάστατης φύσης της αναρχίας, αντιλαμβανόμαστε βέβαια την προβληματική των συγκρούσεων μεταξύ τάσεων όταν αυτές στέκονται εμπόδιο η μία στην εξελικτική πορεία της άλλης.
Οι λόγοι της σύγκρουσης ποικίλουν μεταξύ προσωπικών εμπαθειών και επιλογών στοχοθεσίας και μέσων, αλλά η βασική αιτία τους είναι η ψευδαισθητική αντίληψη του αναρχικού “χώρου” ως ένα ενιαίο κίνημα. Σε αυτό το σημείο, χαρακτηρίζεται ως ψευδαισθητική καθότι εντός του αναρχικού “χώρου” υφίστανται τάσεις που όχι απλώς διαφωνούν σε επιμέρους ζητήματα αλλά είναι εκ διαμέτρου αντιθετικές αν όχι εχθρικές η μία απέναντι στην άλλη, σε τέτοιο βαθμό που η φράση “ενάντια στην εξουσία” δεν είναι ικανή να τις περικλείσει σε ένα έστω και αφηρημένο σύνολο, παρά μονάχα στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή. Αυτή η ψευδαισθητική αντίληψη, που περισσότερο φαντάζει ως κατάλοιπο αριστερού προσδιορισμού κομματικών λογικών παρά λογική αναρχικής αμφισβήτησης και αποδόμησης, είναι εμφανώς επιβλαβής ιδίως όταν τα υποκείμενα που την φέρουν αισθάνονται ετεροκαθορισμένοι από πράξεις και αντιλήψεις άλλων αναρχικών που αυτοί θεωρούν εσφαλμένες ή αντιθετικές προς την πολιτική τους ατζέντα και στρατηγική. Συνεπώς είναι αυτή η αντίληψη, η οποία δεν θεωρεί τον αναρχικό “χώρο” ως ένα μωσαϊκό ατομικοτήτων και ομαδοποιήσεων που φέρουν τις ατομικές αντιλήψεις δράσης και θεώρησης που σε κάποια σημεία τέμνονται και καθιστούν τις συμπράξεις γόνιμες, αλλά ως ένα ενιαίο σύνολο που θα έπρεπε να έχει κοινή στρατηγική και συνείδηση, σε βαθμό που οι αποκλίσεις από αυτό να θεωρούνται εχθρικές και κατ’ επέκταση κατασταλτέες. Καθοριστικό παράγοντα σε αυτήν την αντίληψη παίζει το μόνιμα πλανώμενο φάντασμα της κοινωνικής γνώμης που παρ’ ότι δεν υφίσταται ως κάτι χειροπιαστό, παίρνει απτή μορφή υποσκάπτοντας εξεγερτικές και επιθετικές δράσεις ανάλογα με τις προσωπικές εκτιμήσεις αυτού που το επικαλείται. Είναι αυτό το φάντασμα το οποίο στοιχειώνει τις συνειδήσεις αρκετών αναρχικών, που τους ωθεί να σκάβουν χαρακώματα εναντίον έμπρακτων αντιπαραθέσεων με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, καθ΄ ότι όχι απλώς θεωρούν, ότι αυτό το σύμπλεγμα κονιορτοποιημένης μάζας που αποκαλούν κοινωνία υφίσταται ως ενότητα, αλλά ακόμα ότι αυτοί γνωρίζουν την άποψη της και μπορούν να κρίνουν βάσει αυτής, τι είναι δόκιμο και τι όχι για την “κοινωνική επανάσταση”. Όμως το πρόβλημα δεν είναι απαραίτητα οι διαφορετικές θεωρήσεις, ακόμα και όταν βασίζονται σε αίολα σχήματα και με μεταφυσικούς στόχους, αλλά η καταστολή πρακτικών που δεν συνάδουν με αυτούς τους στόχους και μάλιστα στο όνομα αυτών των αίολων σχηματισμών. Αίολοι σχηματισμοί κοινωνικών συνόλων που φαντασιακά θα μπορούσαν να εξεγερθούν, βρίσκονταν ανέκαθεν στην ευχέρεια πολιτικών σχηματισμών υπό το όνομα του επαναστατικού υποκειμένου. Το ζήτημα είναι πως τα επαναστατικά υποκείμενα διαρκώς αποδομούνται, όπως έχουν αποδομηθεί όλα τα επαναστατικά υποκείμενα που έχουν εμφανιστεί μέχρι στιγμής. Και αυτό συμβαίνει διότι σε όσα υποσύνολα και να εντάξεις τις ατομικότητες πάντα αυτές θα τα διαρρηγνύουν, είτε λόγω της ατομικής τους σύγκρουσης με αυτά, είτε λόγω των διαρκών αντιφάσεων στις οποίες υποπίπτουν όλοι οι κοινωνικοί ρόλοι μεταξύ τους. Η εξουσία για μας είναι διάχυτη και φορείς της είναι όλα τα υποκείμενα που συγκροτούν την κοινωνική θέσμιση που συντηρεί και εκ της οποίας εκπορεύεται κάθε καταπίεση, ακόμα και όταν αυτά αυτοαποκαλούνται αναρχικοί αλλά φέρουν εξουσιαστικές συμπεριφορές όπως ηγετικά, σεξιστικά, σπισιστικά κατάλοιπα.
Συνεπώς αποδομόντας κάθε είδους επαναστατικό υποκείμενο καταλήγουμε στο ότι το μόνο που μπορεί να προσιδιάζει σε τέτοιο υποκείμενο είναι η εξεγερμένη ατομικότητα που επιλέγει συνειδητά τον βίαιο δρόμο της ατομικής και συλλογικής απελευθέρωσης από κάθε είδους περιορισμό, κατηγοριοποίηση και πατερναλισμό. Είναι αυτή η ατομικότητα που δεν χωράει στα στενά καλούπια, είτε ταξικά είτε κοινωνικά, που δεν παλεύει για μια επαναστατικού τύπου αλλαγή καθεστώτος, όσο χαμηλός και αν είναι ο πήχης της καταπίεσης σε αυτό, που μάχεται σε πείσμα των πολιτικάντηδων που σερβίρουν ξαναζεσταμένο μαρξισμό, μπαγιάτικες αντιλήψεις εξουσιαστικής κατεύθυνσης χάριν των εκπτώσεων που προϋποθέτει η κοινωνική απεύθυνση για να γίνει πιο εύπεπτη και του μακρινού όνειρου της ουτοπίας που όλο μετατίθεται σε μελλοντικό χρόνο, καταργώντας την όποια προσπάθεια πραγμάτωσης της αναρχικής δράσης στο τώρα.